- πρωτόκολλο
- το, πρωτόκολλον, ΝΜΑνεοελλ.1. (νομ.) δημόσιο έγγραφο με το οποίο οι κατά τον νόμο αρμόδιοι υπάλληλοι πιστοποιούν παράβαση νόμου και επιβάλλουν, συνήθως, το προβλεπόμενο για την κάθε περίπτωση πρόστιμο («πρωτόκολλο δασικής παράβασης»)2. βιβλίο το οποίο τηρούν οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπου καταχωρίζονται, με αύξοντα αριθμό και ημερομηνία, όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα έγγραφα με συνοπτική περίληψη τού περιεχομένου τους3. διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις μεταξύ ενός κράτους και τών διαπιστευμένων σε αυτό διπλωματικών αντιπροσώπων ή τις μεταξύ τών τελευταίων σχέσεις4. όρος με τον οποίο αποδίδεται συνήθως πρόσθετη σύμβαση, προσαρτημένη σε μια διεθνή συμφωνία υπό μορφή ερμηνευτικού ή συμπληρωματικού κειμένου, παραρτήματος5. διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαπιστώνεται η μεταξύ δύο ή και περισσότερων πολιτικών συμφωνία σχετικά με ένα θέμα, σύμβαση6. σύνολο κανόνων εθιμοτυπίας οι οποίοι ισχύουν σε αυλές ηγεμόνων ή σε υπηρεσίες προέδρων δημοκρατιών, καθώς και στις επίσημες σχέσεις τών διαφόρων πολιτειών7. φρ. «πρωτόκολλο παραδόσεως και παραλαβής» — έκθεση που συντάσσεται κατά την παράδοση υπηρεσίας από τον υπάλληλο που αποχωρεί και από εκείνον που τόν διαδέχεται και στην οποία καταχωρίζονται όλα τα παραδιδόμενα είδημσν.-αρχ.το πρώτο φύλλο κυλινδρικού παπύρου το οποίο φέρει την επίσημη επικύρωση και την χρονολογία κατασκευής τού παπύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. *πρωτό-κολλος < πρωτ(ο)-* + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. χρυσό-κολλος. Η νεοελλ. σημ. τής λ. πέρασε στην Ελληνική μέσω τής Λατινικής (πρβλ. μσν. λατ. protocollum και αγγλ. protocol)].
Dictionary of Greek. 2013.